ἐκτενία

ἐκτενία
-ας N 1 0-0-0-0-2=2 2 Mc 14,38; 3 Mc 6,41
zeal, assiduousness; neol.; see ἐκτένεια

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκτένεια — η (Α ἐκτένεια και ἐκτενία) αρχ. 1. ζήλος, προθυμία, επιμονή 2. σοβαρότητα 3. αφθονία 4. έκταση, άπλωμα 5. η ιδιότητα τού εκτενούς 6. συνέχεια 7. γραμμ. η κατά τους ινδοευρ. χρόνους έκταση ενός τονιζόμενου βραχέος φωνήεντος τελικής συλλαβής… …   Dictionary of Greek

  • ՍԻՐՏ — (սրտի, ից.) NBH 2 0716 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c գ. լծ. յն. լտ. καρδία cor, cordis եւ ψυχή animus, anima διάνοια mens, cogitatio. (որպէս սիրոյ տեղի, դիրք, օթարան. եւ սերտ մասն. յորմէ եւ յն. քարտի՛ա.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”